συντριβής

συντριβής
-ές, Α [συντρίβω]
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντριβής — living together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβῆς — συντριβή crushing fem gen sg (attic epic ionic) συντριβής living together masc/fem acc pl (attic epic doric) συντριβής living together masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίβῃς — συντρί̱βῃς , συντρίβω rub together pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβές — συντριβής living together masc/fem voc sg συντριβής living together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβέσι — συντριβής living together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • χαλίκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού. * * * το, ΝΜ μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”